- κερατοψίδες
- (ceratopsidae). Οικογένεια δεινοσαύρων που έζησαν κατά το κρητιδικό. Τα χερσαία αυτά ερπετά ήταν φυτοφάγα, με 4 σχεδόν ίσια πόδια, ογκώδη κορμό, μήκους 6-8 μ., τεράστιο κεφάλι με ισχυρά κέρατα, κοντό λαιμό και επίσης κοντή ουρά. Τα κυριότερα γένη τους είναι: ο τρικεράτωψ, του ανώτερου κρητιδικού της Βόρειας Αμερικής, με τεράστιο κρανίο, περίπου 2 μ., και ένα μεγάλο κέρατο πάνω στη μύτη, ενώ άλλα δύο μικρότερα φύτρωναν πάνω από τις οφθαλμικές κόγχες. Στο γένος αυτό ανήκαν οι μεγαλύτεροι και οι πιο εξελιγμένοι εκπρόσωποι των κ.: ο μονοκλώνιος του ανώτερου κρητιδικού της Αμερικής, ο οποίος είχε ένα μόνο κέρατο (όπως υποδηλώνει και ονομασία του), που πιθανόν δεν εξυπηρετούσε στην άμυνα του ζώου, και ο πρωτοκεράτωψ του ανώτερου κρητιδικού της Μογγολίας. Ο τελευταίος είναι γνωστός επειδή έχουν βρεθεί φωλιές αβγών του.
* * *οι(παλαιοντ.) απολιθωμένα δεινοσαύρια ερπετά τής Βόρειας Αμερικής και τής Μογγολίας.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. ceratopsidae < cerat- (πρβλ. κέρας, -τος) + -ops- (πρβλ. ὄψις) + -idae (πρβλ. -ίδες, πληθ. τής -ίδης)].
Dictionary of Greek. 2013.